- Μαχαμπαράτα
- (σανσκρ. Mahabharata = μεγάλη αφήγηση των πολέμων των Μπαράτα). Σανσκριτικό έπος της Ινδίας, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο ινδικό έργο και ένα από τα πιο εκτεταμένα συγγράμματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η αρχική συγγραφή του, η οποία αποδίδεται στον Βιάσα, υπολογίζεται ότι ανάγεται στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. ωστόσο η Μ. ολοκληρώθηκε χίλια χρόνια αργότερα, τον 4ο αι. μ.Χ. Θεωρήθηκε αρχικά από τους δυτικούς κριτικούς ως το αρχαιότερο ποιητικό έργο της χώρας, ωστόσο σύμφωνα με μεταγενέστερες έρευνες των Ινδών μελετητών πιθανολογείται ότι ο πυρήνας του δεύτερου μεγάλου έπους των Ινδιών, Ραμαγιάνα, προηγείται από αυτόν της Μ.
Σε 100.000 δίστιχα αναπτύσσεται η πολεμική δράση των Μπαράτα, αρχαίας πολεμικής φυλής της βόρειας Ινδίας. Ο κεντρικός πυρήνας του έργου πραγματεύεται τον αδελφοκτόνο αγώνα μεταξύ των δύο ηγεμονικών οικογενειών των εκατό Κουράβα ή Κουρουινιδών και των πέντε εξαδέλφων τους, των εκθρονισμένων Πανδάβα ή Πανδουιδών. Οι τελευταίοι ήταν κοινοί απόγονοι του Μπαράτα, γιου του Σακουντάλα και επώνυμου ήρωα των Ινδιών· κατά την αρχαιότητα αυτός ονομαζόταν Μπαραταβάρσα, δηλαδή ήπειρος των Μπαράτα, ενώ σήμερα αναφέρεται ως Μπαράτ. Ο αγώνας για την εξουσία διήρκεσε πολλά χρόνια, κατά τη διάρκεια του οποίου συνέδραμαν τους Πανδάβα διάφοροι αλλόφυλοι λαοί. Η αποκορύφωση του πολέμου υπήρξε η μεγάλη μάχη της Κουρουξέτρα, της ιερής γης του ντάρμα, όπου, ύστερα από 18 ημερών συγκρούσεις, βρήκαν τον θάνατο όλοι οι Κουράβα. Ο Γιουντιστίρα, ο οποίος στέφθηκε βασιλιάς στη Χαστιναπούρα, παρέδωσε το βασίλειό του στον γιο του Aρτζούνα, και ο ίδιος με τους αδελφούς του αποσύρθηκε στις κορυφές των Ιμαλαΐων για να αφιερωθεί στον ασκητικό βίο. Τότε εξαφανίστηκε από τη θέα των θνητών και άρχισε την ανάληψή του στον ουρανό, προς τους θεούς, τους αληθινούς γεννήτορες των Πανδάβα.
Η Μ. συντέθηκε από έναν κεντρικό πυρήνα περίπου 8.000 σλόκα (διστίχων), τα οποία αργότερα ο σοφός Βαουαντέβε αύξησε σε 24.000. Το έργο αποτελεί απηχήσεις αρχαίων ιστορικών γεγονότων –ίχνη των οποίων διακρίνονται στις Βέδες– σχετικών με τους αγώνες μεταξύ των δύο φυλών Κουρού και Παντσάλα, ή ίσως της σύγκρουσης μεταξύ των Αρίων εισβολέων και των αυτοχθόνων· αυτό φαίνεται να προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός βάρνα (χρώμα), με τον οποίο οι λευκοί επιδρομείς ξεχώριζαν από τους πιο μελαχρινούς ιθαγενείς.
Κατά τους μετέπειτα αιώνες η βραχμανική φιλολογία διεύρυνε το αρχέγονο αυτό υλικό προσθέτοντας, όχι πάντοτε με επιτυχία, φιλοσοφικές, θεολογικές και ηθικοπλαστικές παρεκβάσεις και θεμελιώνοντας μεγάλο μέρος του υλικού από άλλους μύθους και θρύλους με μορφή διάφορων διασκευών που παρατάθηκαν έως τον 4o αι. μ.Χ. Κατά συνέπεια λείπει μια πραγματική ενότητα δράσης και οι παρεμβολές είναι συχνά τόσο εκτεταμένες, ώστε να αποτελούν αυθύπαρκτα ποιητικά έργα· για παράδειγμα το περίφημο επεισόδιο του τρυφερού συζυγικού έρωτα του Νάλα και της Νταμαγιάντι, ή η γοητευτική διήγηση της Σαβίτρι, της πιστής συζύγου, που αποσπά τον άντρα της από τον Γιάμα, τον θεό του θανάτου, ο οποίος νικήθηκε για πρώτη φορά από οίκτο λόγω των προσευχών και των συγκινητικών τεχνασμάτων της γυναίκας ή, τέλος, το υπέροχο Άσμα του μακαρίου (Γκίτα).
Μικρογραφία του ινδικού έπους «Μαχαμπαράτα», από περσικό χειρόγραφο του 17ου αι. (Μητροπολιτικό Μουσείο, Νέα Υόρκη).
Ηθοποιός με χαρακτηριστική αμφίεση και χρωματιστό προσωπείο, ο οποίος ανήκει σε θίασο «καθακαλί», που ερμηνεύει έργα εμπνευσμένα από τη «Μαχαμπαράτα» και τη «Ραμαγιάνα».
Dictionary of Greek. 2013.